- εστιάζω
- επισημαίνω το καίριο σημείο ενός ζητήματος, συγκεντρώνω την προσοχή στο ουσιώδες. Oυσ. εστίαση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εστιάζω — εστιάζω, εστίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εστιάζω — (Μ ἑστιάζω) [εστία] νεοελλ. 1. συγκεντρώνω κάτι σε ένα σημείο, εντοπίζω, επικεντρώνω 2. φυσ. με κατάλληλα όργανα αναγκάζω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων να συγκλίνει σ ένα σημείο τού χώρου («εστιάζω ηλεκτρονική δέσμη») μσν. τρώγω,… … Dictionary of Greek
επικεντρώνω — (Α μόνο το μέσ. ἐπικεντροῡμαι, όομαι) [κεντρώνω] 1. περιορίζω ή συγκεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή σε ένα κύριο σημείο, εστιάζω 2. τεχνολ. προσδιορίζω τον κεντρικό άξονα ενός κυλινδρικού σώματος, π.χ. ενός σωλήνα πυροβόλου, κατά την… … Dictionary of Greek
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
συνεστιάζω — Α [ἑστιάζω] συνεστιῶ* … Dictionary of Greek